-
1 аэродром
1. (совокупность лётного поля, ангаров, служб и т.п.) το αεροδρόμιο 2. (лётное поле) о αεροδιάδρομοςзапасной - βοηθητικός/εφεδρικός -вспомогательный - см. запасной -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэродром
-
2 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
3 суд
(государственный орган) το δικαστήριοкассационный - см. - второй инстанции коммерческий - εμπορικό -, το εμποροδικείοкраевой - см. - второй инстанции морской - ναυτικό -, το ναυτοδικείοрайонный - см. - первой инстанции третейский - διαιτητικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суд
-
4 процесс
-а α.1. πορεία• εξέλιξη, προτσές•процесс творчества η πορεία της δημιουργίας•
процесс работы η πορεία της εργασίας•
процесс игры η εξέλιξη του παιγνιδιού•
производственный процесс το προτσές της παραγωγής.
(ιατρ.) προσβολή•воспалительный процесс η εξέλιξη της φλεγμονής•
процесс в лгких φυματίωση των πνευμόνων.
2. (νομ.) διαδικασία• εκδίκαση• δίκη•выиграть процесс κερδίζω τη δίκη•
гражданский процесс πολιτική δίκη, πολιτικό δικαστήριο•
уголовный процесс ποινικό δικαστήριο (δίκη)•
возбудить процесс ξεκινώ δικαστήριο•
вести процесс против кого-н. κάνω δικαστήριο κατά κάποιου.
-
5 суд
-а α.1. κρίση, γνώμη• εκτίμηση•суд общества η γνώμη της κοινωνίας•
суд истории η κρίση της ιστορίας•
на суд твой себя отдаю επαφίεμαι στην κρίση σου.
2. δ ι καστήρ ιο•гражданский суд πολιτικό δικαστήριο•
военный -το στρατοδικείο•
уголовный суд ή суд с присяжными заседателями το κακουργοδικείο•
верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•
предстать перед -ом οδηγούμαι μπροστά στο δικαστήριο•
он оправдан по суду αυτός αθωώθηκε απο. το δικαστήριο•
вызвать в-у εγκαλώ στο δικαστήριο•
подавать в -у παραδίδω στο δικαστήριο• διώκω δικαστικώς•
попасть под суд πέφτω στο δικαστήριο),διώκομαι δικαστικώς•
товарищеский суд συντροφικό δικαστήριο•
суд чести δικαστήριο τιμής.
|| αθρσ. οι δικαστές. || το δικαστικό ίδρυμα.εκφρ.божий суд – η θεία δίκη•суд линца – λίντσιος νόμος•-ы и пересуды; -ы да пересуды – διαβούλια•в день -а – τη μέρα της (θεϊκής) κρίσης παλ. • пока суд да дело παρ έλκυση της υπόθεσης (ώσπου να βγει η απόφαση, θα περάσει πολύς καιρός).